συλώ

συλώ
συλώ, σύλησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… …   Dictionary of Greek

  • συλώ — σύλησα, συλήθηκα, συλημένος, κλέβω κυρίως ιερά πράγματα: Οι Τούρκοι σύλησαν εκκλησίες στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλῶ — σῡλῶ , συλάω strip off pres imperat mp 2nd sg σῡλῶ , συλάω strip off pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σῡλῶ , συλάω strip off pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σῡλῶ , συλάω strip off pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ασυλαίος — Ἀσυλαῑος, α, ον (Α) [συλώ] φρ. «ἱερὸν Θεοῡ Ἀσυλαίου» ιερό του θεού που παρέχει άσυλο, που προστατεύει τους ικέτες …   Dictionary of Greek

  • άσυλος — ἄσυλος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) απαραβίαστος, ασφαλής 2. (για τόπους) ιερός και απαραβίαστος, σεβαστός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, αφαιρώ, αρπάζω», ίσως κατά το πρότυπο του άτιμος, τιμώ] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιόσυλος — ο αυτός που κλέβει αρχαιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + συλος < συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)] …   Dictionary of Greek

  • ασύλητος — η, ο (AM ἀσύλητος, ον) [συλώ] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε αρχ. προστατευμένος, ασφαλής …   Dictionary of Greek

  • θεοσύλης — θεοσύλης, ό (Α) ιερόσυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συλώ «λεηλατώ, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”